βουλυτός — βουλυτός, ο (Α) 1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα 2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός… … Dictionary of Greek
βουλυτός — βουλῡτός , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
βουλυτοῖο — βουλῡτοῖο , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλυτοῦ — βουλῡτοῦ , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλυτῷ — βουλῡτῷ , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλυτόν — βουλῡτόν , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)